- ἐκδαπανήσας
- ἐκδαπανήσᾱς , ἐκδαπανάωexhaustaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκδαπανώ — (AM ἐκδαπανῶ, άω) ξοδεύω εντελώς, καταξοδεύω (α. «ἐκδαπανῶ οὐσίαν» σπαταλώ την περιουσία β. «ῥαθύμως τὸν βίον μου ὅλον ἐκδαπανήσας» σπατάλησα όλη μου τη ζωή, άσκοπα και βαριεστημένα) μσν. καταστρέφω … Dictionary of Greek